χαίρω

χαίρω
ΝΜΑ, και μέσ. χαίρομαι Ν
1. αισθάνομαι χαρά, είμαι χαρούμενος (α. «χαίρω πολύ» β. «οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ», ΚΔ
γ. «χαίρω δὲ καὶ αὐτὸς θυμῷ, ἐπεὶ δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα δῑον», Ομ. Ιλ.)
2. (η προστ. β' προσ. ενεστ.) χαίρε, χαίρετε
προσφώνηση χαιρετισμού σε ένδειξη φιλίας, τιμής ή σεβασμού, κατά τη συνάντηση προσώπων, ή προσφώνηση αποχωρισμού και αποχαιρετισμού (α. «χαίρετε ωραία μου κυρία» β. «χαίρετε κύριε καθηγητά» γ. «χαῖρε κεχαριτωμένη
ὁ Κύριος μετὰ σοῦ», ΚΔ
δ. «...ὁ Ἰησοῦς ἀπήντησεν αὐταῖς λέγων
χαίρετε», ΚΔ
ε. «χαῖρε, ξεῖνε, παρ' ἄμμι φιλήσεαι», Ομ. Οδ.)
3. απολαμβάνω κάτι, είμαι ευχαριστημένος που έχω κάτι (α. «είναι άρρωστος βαριά και δεν χαίρεται τα πλούτη του» β. «τή χάρηκε τη ζωή του» γ. «ἔχαιρε... ὁ βασιλεὺς εἰς τὸ πράσινον μέρος», Μαλάλ. Ι.)
νεοελλ.
1. (η μτχ. μέσ. ενεστ.) βλ. χαιράμενος
2. φρ. α) «να σέ χαρώ» ή «να χαρείς» — παρεμβάλλεται παρενθετικά στον λόγο για να εκφράσει παράκληση
β) «να χαίρεσαι το όνομά σου [ή τη γιορτή σου]» — να ζήσεις ευτυχισμένος πολλά χρόνια
γ) «χήρες και χαιράμενες» — χήρες και παντρεμένες τών οποίων ο σύζυγος ζει
3. παροιμ. φρ. «χαίρε βάθος αμέτρητον» — λέγεται ειρωνικά για κάτι που δύσκολα εξακριβώνεται ή που φέρνει κάποιον σε δύσκολη θέση (ΚΔ)
αρχ.
1. μτφ. αρκούμαι σε κάτι, είμαι ευχαριστημένος («χαίρει ὑφάμμοις χωρίοις», Θεόφρ.)
2. (ο μέλλ. με άρνηση) οὐ χαιρήσω
δεν θα χαρώ, δεν θα μείνω ατιμώρητος, θα μετανιώσω
3. (το γ' πρόσ. προστ. ενεστ.) χαιρέτω
(σε ένδειξη αποδοκιμασίας και περιφρόνησης) ας πάει, ας πάνε στα κομμάτια (α. «χαιρέτω βουλεύματα», Ευρ.
β. «εἴτε ἐγένετο ἄνθρωπος εἴτε ἐστὶ δαίμων, χαιρέτω», Ηρόδ.)
4. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως επίρρ.) χαίρων
με χαρά, γεμάτος χαρά («ὁ δὲ δέξατο χαίρων παῖδα φίλην», Ομ. Ιλ.)
5. (η μτχ. ουδ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ χαῖρον- η χαρά
6. φρ. α) «ἐῶ τι [ή τινα] χαίρειν» — αφήνω κάτι [ή κάποιον] να πάει στο καλό, αδιαφορώ
β) «χαίρω νόῳ» — χαίρομαι κρυφά, δεν δείχνω τη χαρά μου (Ομ. Οδ.)
γ) «χαίρω γέλωτι» — εκδηλώνω τη χαρά μου με γέλια (Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χαίρω (< *χαρjω) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *ghr- τής ΙΕ ρίζας *gher- «χαίρομαι, ευχαριστιέμαι» και εμφανίζει ενεστ. επίθημα -yε / ο-. Στην απαθή βαθμίδα της ίδιας ρίζας, εξάλλου, ανάγονται τόσο το αρχ. ινδ. haryati «αγαπώ, επιθυμώ, μου αρέσει» όσο και τα αρχ. άνω γερμ. ger «αυτός που επιθυμεί», gern «επιθυμητός» (πρβλ. και τα γερμ. gerne «ευχαρίστως», be-gehren «χαίρομαι»), ενώ στην ετεροιωμένη βαθμίδα *ghor- ανάγονται τα λατ. hortor, horitur «παρακινώ, παρορμώ». Κατά μία άποψη, στην ίδια ρίζα ανάγεται και το β' συνθετικό τών τ. δυσ-χερής*, εὐ-χερής*, ενώ ορισμένοι επιχείρησαν να συνδέσουν με αυτούς και το επίθ. ἀχρεῖος, μέσω ενός τ. *-χερ-εῖος. Η άποψη ότι το ρ. χαίρω έχει σχηματιστεί από την ΙΕ ρίζα *gher- «αρπάζω» και συνδέεται με την λ. χόρτος* και το αρχ. ινδ. harati «φέρω, κρατώ» δεν θεωρείται πιθανή. Ανεπιβεβαίωτη, τέλος, παραμένει η σύνδεση τού ρ. με λ. που σημαίνουν «οργή, οργίζομαι» (πρβλ. αρχ. ινδ. haras- «αγανάκτηση», hrnīte «οργίζομαι», αβεστ. zar- «οργίζομαι», καθώς και με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. χαρά- ὀργή ἠὀργίλος).
ΠΑΡ. χαιρετίζω, χαρά, χάρμα, χαρμονή, χαρμοσύνη, χαρμόσυνος
αρχ.
χαιρηδών, χαιρητικός, χαιροσύνη, χάρμη
αρχ.-μσν.
χαρτός
μσν.
χαιριώ
νεοελλ.
χαιράμενος, χαιρούμενος, χαρούμενος.
ΣΥΝΘ. επιχαίρω, συγχαίρω, υπερχαίρω
αρχ.
αντιχαίρω, καταχαίρω, περιχαίρω, προσχαίρω, προχαίρω, υποχαίρω
νεοελλ.
αλληλοσυγχαίρομαι, κρυφοχαίρομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαίρω — (σε έκφρ. όπως χαίρω πολύ, χαίρετε κτλ.) βλ. πίν. 211 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χαίρω — rejoice pres subj act 1st sg χαίρω rejoice pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαίρω — και χαίρομαι χάρηκα 1. είμαι γεμάτος χαρά, είμαι ευχαριστημένος: Χάρηκα πολύ που είσαι καλά. 2. απολαμβάνω κάτι, έχω στην κατοχή μου κάτι: Τα χαίρεται τα πλούτη του. 3. φρ., «Nα χαίρεσαι τη γιορτή σου», ευχή που απευθύνεται σ αυτόν που γιορτάζει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαῖρον — χαίρω rejoice pres part act masc voc sg χαίρω rejoice pres part act neut nom/voc/acc sg χαίρω rejoice imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) χαίρω rejoice imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαίρετον — χαίρω rejoice pres imperat act 2nd dual χαίρω rejoice pres ind act 3rd dual χαίρω rejoice pres ind act 2nd dual χαίρω rejoice imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεχαρμένα — χαίρω rejoice perf part pass neut nom/voc/acc pl κεχαρμένᾱ , χαίρω rejoice perf part pass fem nom/voc/acc dual κεχαρμένᾱ , χαίρω rejoice perf part pass fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρεῖ — χαίρω rejoice aor subj pass 3rd sg (epic) χαίρω rejoice fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) χαίρω rejoice fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρήσει — χαίρω rejoice fut ind pass 2nd sg χαίρω rejoice fut ind mid 2nd sg χαίρω rejoice fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαίρεσθε — χαίρω rejoice pres imperat mp 2nd pl χαίρω rejoice pres ind mp 2nd pl χαίρω rejoice imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαίρετε — χαίρω rejoice pres imperat act 2nd pl χαίρω rejoice pres ind act 2nd pl χαίρω rejoice imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”